λαογράφος

λαογράφος
ο
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη λαογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαογράφος — ο (Α λαογράφος) νεοελλ. ο επιστήμονας που ασχολείται με τη λαογραφία αρχ. 1. αυτός που έκανε απογραφή στον πληθυσμό 2. αξιωματούχος που προσδιόριζε τον κεφαλικό φόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + γράφος (< γράφω). Η λ. με τη νεοελληνική της σημ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek

  • Δροσίνης, Γεώργιος — (Αθήνα 1859 – Κηφισιά 1951). Ποιητής και λαογράφος. Η οικογένειά του καταγόταν από το Μεσολόγγι. Φοίτησε (1885) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια παρακολούθησε νεότερη φιλολογία στη Λειψία, στη Δρέσδη και στο Βερολίνο …   Dictionary of Greek

  • Καράς, Σίμων — (Στροβίτσι Ηλείας 1903 – Αθήνα 1999). Μουσικολόγος, λαογράφος και συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μελέτη της ελληνικής μουσικής. Από νεαρή ηλικία μυήθηκε στα ηρωικά τραγούδια, ενώ έμαθε… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… …   Dictionary of Greek

  • θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • λαογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής λαογραφίας («λαογραφική μελέτη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • λαογραφώ — λαογραφῶ, έω (Α) [λαογράφος] 1. απογράφω τον λαό 2. προσδιορίζω τον κεφαλικό φόρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”